-
1 ἐπισκευή
ἐπισκευ-ή, ἡ,A repair, restoration,τῶν ἱρῶν Hdt.2.174
, cf. 175;τειχῶν D.18.311
, etc.;τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2
.2. means of repairing, Th.1.52.II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκευή
См. также в других словарях:
επισκευή — η (AM ἐπισκευή) [σκευή] επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.) αρχ. 1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.) 2. υλικά για επισκευή… … Dictionary of Greek